τριχόπτωση

τριχόπτωση
[-ις (-εως)] η выпадение волос

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τριχόπτωση" в других словарях:

  • τριχόπτωση — η το πέσιμο των τριχών: Φάρμακο για την τριχόπτωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριχόπτωση — η, Ν ιατρ. πτώση τών τριχών τής κεφαλής σε ποσοστό μεγαλύτερο από το κανονικό για την φυσιολογική ανανέωση τών μαλλιών, η οποία οδηγεί στην αλωπεκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + πτώση. Η λ., στον λόγιο τ. τριχόπτωσις, μαρτυρείται από το 1892 στην… …   Dictionary of Greek

  • δροφή — η λειχήνα, δερματική αρρώστια που προκαλεί τριχόπτωση …   Dictionary of Greek

  • μαδαριώ — μαδαριῶ, άω (Α) πάσχω από τριχόπτωση, γίνομαι φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός + επίθημα ιάω που εμφανίζεται σε ρήματα τα οποία δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. λαρυγγ ιάω, ποδαλγ ιάω)] …   Dictionary of Greek

  • περούκα — Πρόσθετη κόμη, που αποτελείται από δύο στοιχεία: τη βάση, δηλαδή το δίχτυ πάνω στο οποίο εφαρμόζονται τα μαλλιά, και τα ίδια τα μαλλιά. Η συνήθεια να προστίθενται μαλλιά στη φυσική κόμη συναντάται ήδη στους πιο αρχαίους χρόνους, αλλά δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • ρυΐσκομαι — Α (απόθ.) 1. υποφέρω από διάρροια 2. παρουσιάζω τριχόπτωση 3. πιθ. ρέω, χύνομαι 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) ὁ ῥυϊσκόμενος ο εκτεινόμενος ή ο ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυΐσκομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ρυάδα — η / ῥυάς, άδος, ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ το θηλ. ως ουσ. η ρυάδα και ῥυάς νόσος τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. α) ασθένεια τού τριχωτού τής κεφαλής, τριχόπτωση β) ασθένεια τών αμπελιών που προκαλεί πτώση τών …   Dictionary of Greek

  • τριχορροώ — τριχορροῶ, έω, ΝΑ πάσχω από τριχόρροια, από τριχόπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + ρροῶ (< ρρους< ῥέω), πρβλ. φυλλο ρροῶ] …   Dictionary of Greek

  • τριχορρυής — ές, Α αυτός που αποβάλλει τις τρίχες του, που πάσχει από τριχόπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + ρρυής (< θ. ῥυη τού ῥέω, πρβλ. αόρ. β ἐ ρρύη ν), πρβλ. περι ρρυής] …   Dictionary of Greek

  • τριχορρυώ — έω, Α [τριχορρυής] έχω ή παθαίνω τριχόπτωση …   Dictionary of Greek

  • τριχόρροια — η, ΝΑ [τριχορροῶ] τριχόπτωση νεοελλ. η πτώση τών εμβρυϊκών τριχών μετά τον τοκετό και η αντικατάσταση τους με άλλες μόνιμες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»